- ζεμπού
- Γένος βοοειδών που χαρακτηρίζονται από ένα κύρτωμα (ύβος), πολύ ή λίγο ανεπτυγμένο, ανάμεσα στις ωμοπλάτες ή από αυτές έως την ινιακή ζώνη. Η καμπούρα των ζ., που αποτελείται από λιπώδη ή μη λιπώδη μυϊκό ιστό, είναι μεγαλύτερη στο αρσενικό και δεν χρησιμεύει, όπως στις καμήλες, ως απόθεμα για τις περιόδους κατά τις οποίες υπάρχει έλλειψη τροφής. Τα ζ. διαφέρουν από τα κοινά βοοειδή και ως προς τις διαστάσεις τους. Έχουν πιο μακρύ και στενό κεφάλι και κυρτό μέτωπο, αντέχουν στις υψηλές θερμοκρασίες και δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικά όσον αφορά την τροφή. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων το ζ. ανήκει, όπως τα βοοειδή, στο είδος bos taurus, κατά τη γνώμη όμως άλλων το ζ. αποτελεί ιδιαίτερο είδος (bos indicus). Το ζ. της Ασίας φέρει αρκετά ψηλό κύρτωμα στη ράχη και τρίχωμα ανοιχτού χρώματος με ομοιόμορφους χρωματισμούς. Ζει στις Ινδίες και στις γύρω περιοχές. Το ζ. της Αφρικής έχει σώμα πιο ογκώδες, κέρατα συνήθως πολύ ανεπτυγμένα, τρίχωμα γενικά σκούρο κοκκινωπό ή στικτό. Είναι διαδεδομένο από την Αιθιοπία μέχρι τη νότια Αφρική. Η επιστημονική ονομασία αυτού του είδους είναι βόες οι υβοφόροι.
Ασιατικό ζεμπού με το χαρακτηριστικό κύρτωμα.
* * *τοινδικό βόδι.
Dictionary of Greek. 2013.